πλημμελώ

πλημμελώ
-έω, Α [πλημμελής]
διαπράττω σφάλμα σε κάτι σαν να τραγουδώ παράφωνα («τοὺς ἑκουσίως καὶ δι' ὕβριν τι πλημμελοῡντας», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλημμελῶ — πλημμελέω make a false note in music pres subj act 1st sg (attic epic doric) πλημμελέω make a false note in music pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμέλεια — ἡ, ΜΑ [πλημμελώ] παράλειψη τού να πράξει κανείς το σωστό, σφάλμα ή αμάρτημα αρχ. μουσ. παραφωνία …   Dictionary of Greek

  • πλημμέλημα — το, ΝΜΑ [πλημμελώ] παράπτωμα, σφάλμα («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῡ πλημμελήματα», Αισχίν.) νεοελλ. κάθε αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 χρόνια ή ποινή χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ αόριστον συνήθως, σε… …   Dictionary of Greek

  • πλημμέλησις — ήσεως, ἡ, Α [πλημμελώ] αμαρτία …   Dictionary of Greek

  • συμπλημμελώ — έω, ΜΑ διαπράττω το ίδιο πλημμέλημα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλημμελῶ (< πλημμελής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”